Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον,
μαλλίον) είναι κλάδος αγριελιάς (κότινος - cotton) στολισμένος
με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς
(σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), εκτός του μήλου και του
αχλαδιού. Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και
παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος και
ήταν αφιερωμένη στην θεά Αθηνά, στον θεό Απόλλωνα και στις Ώρες (Ευνομία, Δίκη,
Ειρήνη).
Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου), παιδιά
των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της
πόλεως των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι,
παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο
σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη επάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί
μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα,
κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη επάνω
από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Ιδού δύο αποσπάσματα από τα κάλαντα :
«Η Ειρεσιώνη φέρνει κάθε τι καλό, σύκα
και αφράτα ψωμάκια
που μας τρέφουν και μέλι γλυκό και λάδι απαλό
και ξέχειλους κύλικες με καλό κρασί για να μεθύσουμε και να κοιμηθούμε».
Paraceim£zwn d’™n tÍ S£mJ, ta‹j noumhn…aij prosporeuÒmenoj prÕj t¦j o„k…aj t¦j eÙdaimonest£taj, ™l£mbanš ti ¢e…dwn t¦ œpea t£de § kale‹tai E„resiènh, æd»goun
d'aÙtÕn kaˆ sumparÁsan a„eˆ tîn pa…dwn tinej tîn ™gcwr…wn·
«Δîma prosetrapÒmesq' ¢ndrÕj mšga dunamšnoio,
Öj mšga mεn dÚnatai, mšga dεbršmei, Ôlbioj a„e….
aÙtaˆ ¢nakl…nesqe qÚrai· ploàtoj g¦r œseisi pollÒj,
sÝn ploÚtJ dεkaˆ eÙfrosÚnh teqalu‹a, e„r»nh t' ¢gaq».
Ósa d' ¥ggea, mest¦ mεn e‡h, kurba…h d' a„eˆ
kat¦ kardÒpou ›rpoi m£za,
toà paidÕj dε gun¾ kat¦ difr£da b»setai Ûmin,
¹m…onoi d' ¥xousi krata…podej ™j tÒde dîma,
aÙt¾ d' ƒstÕn Øfa…noi ™p' ºlšktrJ bebau‹a.
neàma… toi neàmai ™niaÚsioj éste celidën ›sthk' ™n proqÚroij·
kaˆ e„ mšn ti dèseij e„ dε m», oÙc ˜st»xomen,
oÙ g¦r sunoik»sontej ™nq£d' ½lqomen».
Δηλαδή:
"Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,
με λόγο που’ χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσια…
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπούν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι βλογημένη Ειρήνη.
Γιομάτοι να’ ν’ οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας,
κι ο κριθαρένιος ο χυλός με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για το μοναχογιό να κάτση τραγουδώντας,
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια,
να’ ρθή σ’ αυτό το σπιτικό, να υφαίνη τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε νά’ ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι…
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι μας δώσης,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δεν θα ξημερωθούμε".
(ΟΜΗΡΟΥ ΒΙΟΙ ,εκδ. OXFORD,V5)
Édeto dεt£de t¦ œpea ™n tÍ S£mJ ™pˆ polÝn crÒnon ØpÕ tîn pa…dwn Óte ¢ge…roien ™n tÍ ˜ortÍ toà 'ApÒllwnoj.
«Τα κλαδιά των δέντρων τα στόλιζαν με άνθη, ταινίες (κορδέλες), έρια (μαλλιά) και μικράς σφαίρας εκ μετάλλου, που παρίσταναν τους πλανήτας, τον Ήλιον και την Σελήνην».[1]
Εκτός από τα κλαδιά της ελιάς,
περιέφεραν επίσης και κλαδιά δάφνης προς τιμήν του θεού Απόλλωνος στα Θαργήλια,
εορτή που ετελείτο την Άνοιξη (27 Απριλίου - 26 Μαΐου), όπου πάλι έκαιγαν την
παλιά Ειρεσιώνη και κρεμούσαν την νέα έξω από τις πόρτες τους.
Πρόγονος λοιπόν
του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , όπου μέσω αυτής μεταδόθηκε
το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες
ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψει ελαιοδένδρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που
εφύοντο στον κάθε τόπο.
Το έθιμο της Ειρεσιώνης καταδικάστηκε ως ειδωλολατρικό από το θεοκρατικό
καθεστώς του Βυζαντίου και απαγορεύτηκε η τέλεσίς του. Αιώνες αργότερα το ίδιο
έθιμο επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου και Πρωτοχρονιάτικου δένδρου από
τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους
Χριστουγεννιάτικο έθιμο.
Παρ' όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των
Ελλήνων, γι’ αυτόν τον λόγο, το
Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε αμέσως.
Πηγές : Λεξικό LIDDEL & SCOTT, Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, Φινέα Γιορτές Αρχαίων Ελλήνων, περιοδικό
ΙΧΩΡ, Γ. Λεκάκης)
Σημείωση : Κότινος = αγριελαία - κοτινάς είναι ο καρπός του κοτίνου.
Κότινος ή Ειρεσιώνη - Κλάδος ελαίας στολισμένος με τούφες λευκού ερίου
(μαλλιού) που έδιναν ακριβώς την εντύπωση του "βάμβακος". "Είρια
από ξύλου", "δενδρόμαλλον"
Cotton ή coton διεθνώς
σημαίνει το βαμβάκι, βαμβακερόν κ.λ.π
Στην Γερμανική είναι Baum-Wolle .Δηλαδή
"έριον δένδρου". Ο συνειρμός είναι εκ του Κοτίνου : "είρια από
ξύλου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου